- ριζικός
- -ή, -ό / ῥιζικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ῥίζα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζανεοελλ.1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία»)2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία»)2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια»βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή ορισμένων επιδερμικών κυττάρων και διευκολύνουν την απορρόφησηβ) «ριζική πίεση»βοτ. όρος που αναφέρεται στην πίεση η οποία μπορεί να δημιουργηθεί στα ριζικά συστήματα τών φυτών κατά τρόπο ώστε να ωθήσει το νερό προς τα πάνω μέσω τών αγγείων τού ξυλώματοςγ) «ριζικό κέντρο»μαθ. το σημείο τομής τών τριών ριζικών αξόνων τών τριών κύκλων λαμβανομένων ανά δύο, που έχει την ίδια δύναμη ως προς τους τρεις κύκλουςδ) «ριζικός άξονας»μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων που έχουν την ίδια δύναμη ως προς δύο κύκλουςε) «ριζικό φυμάτιο»βοτ. ογκωματώδης αύξηση που παρατηρείται στις ρίζες τών χεδρωπών και ορισμένων άλλων φυτών ως απόκριση στην προσβολή τους από συμβιωτικούς μικροοργανισμούςστ) «ριζικός σωλήνας»βοτ. ο σωλήνας στο κέντρο τής ρίζας τών φυτών ζ) «ριζικό τμήμα» — τμήμα στις ρίζες τών δοντιών, διά μέσου τού οποίου εισέρχεται ο πολφός3. το ουδ. ως ουσ. το ριζικόμαθ. βλ. ριζικό (ΙΙ)νεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. βλ. ριζικό (Ι).επίρρ...ριζικώς και ριζικά Ναπό τη ρίζα, σύρριζα, ολοσχερώς («πρέπει να αλλάξει ριζικά η κατάσταση»).
Dictionary of Greek. 2013.